- κηδευτής
- κηδ-ευτής, οῦ, ὁ,A = κηδεμών 1, Arist.Pr.922b26.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κηδευτής — κηδευτής, ὁ (Α) [κηδεύω] αυτός που φροντίζει για κάποιον ή για κάτι, κηδεμόνας … Dictionary of Greek
κηδευτής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεύτρια — κηδεύτρια, ἡ (Μ) [κηδεύω] (θηλ. τού κηδευτής) αυτή που φροντίζει για την κηδεία … Dictionary of Greek
κτεριστής — κτεριστής, ὁ (Α) [κτερίζω] αυτός που φρόντιζε τα σχετικά με την ταφή νεκρού, ενταφιαστής, κηδευτής … Dictionary of Greek